χρηματολογώ

χρηματολογώ
(е) αμετ.
1) вымогать или выжимать, выколачивать деньги; 2) заниматься стяжательством

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "χρηματολογώ" в других словарях:

  • χρηματολογώ — χρηματολογῶ, έω, ΝΑ νεοελλ. 1. εισπράττω χρήματα με εξαναγκασμό 2. πλουτίζω με αθέμιτα μέσα αρχ. συγκεντρώνω χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρῆμα, χρήματος + λογώ*] …   Dictionary of Greek

  • χρηματολογία — η, Ν 1. είσπραξη χρημάτων με εξαναγκασμό 2. ως κύριο όν. Χρηματολογία αναγκαστικό δάνειο που επιβλήθηκε το 1822 από την Πελοποννησιακή Γερουσία για τη χρηματοδότηση τού απελευθερωτικού Αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηματολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»